ἐπίλουτρον

ἐπίλουτρον
ἐπίλουτρον
price of a bath
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επίλουτρον — ἐπίλουτρον, τὸ (Α) [λουτρόν] το ποσό που πλήρωναν στα λουτρά κατά την έξοδο …   Dictionary of Greek

  • τοὐπίλουτρον — ἐπίλουτρον , ἐπίλουτρον price of a bath neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”